- σινδονιάζω
- σινδον-ιάζω,A wrap in muslin, PMag.Par.1.88; σινδο]νιάσας prob. rest. in Inscr.Perg.264.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σινδονιάζω — Α βλ. σεντονιάζω … Dictionary of Greek
σεντονιάζω — / σινδονιάζω, ΝΑ [σεντόνι / σινδόνιον] νεοελλ. ράβω σεντόνι πάνω σε πάπλωμα ή σε άλλο κλινοσκέπασμα αρχ. καλύπτω, περιβάλλω με σινδόνιον, με λεπτό λευκό ύφασμα … Dictionary of Greek
σινδονιάσας — σινδονιά̱σᾱς , σινδονιάζω wrap in muslin fut part act fem acc pl (doric) σινδονιά̱σᾱς , σινδονιάζω wrap in muslin fut part act fem gen sg (doric) σινδονιάσᾱς , σινδονιάζω wrap in muslin aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)